- ἐχέκολλος
- ἐχέκολλοςglutinousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εχέκολλος — ἐχέκολλος, ον (Α) 1. γεμάτος κόλλα, κολλώδης, ρητινώδης («ἐχέκολλον μάλιστα ἡ πεύκη», Θεόφρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐχέκολλον η κόλλα. επίρρ... ἐχεκόλλως (Α) κολλητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + κόλλα] … Dictionary of Greek
ἐχεκολλότερον — ἐχέκολλος glutinous adverbial comp ἐχέκολλος glutinous masc acc comp sg ἐχέκολλος glutinous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεκόλλως — ἐχέκολλος glutinous adverbial ἐχέκολλος glutinous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχέκολλον — ἐχέκολλος glutinous masc/fem acc sg ἐχέκολλος glutinous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεκόλλου — ἐχέκολλος glutinous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεκόλλων — ἐχέκολλος glutinous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεκόλλῳ — ἐχέκολλος glutinous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχέκολλα — ἐχέκολλος glutinous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεκολλοτέρα — ἐχεκολλοτέρᾱ , ἐχέκολλος glutinous fem nom/voc/acc comp dual ἐχεκολλοτέρᾱ , ἐχέκολλος glutinous fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek